"Τα πανηγύρια αυτά έχουν πολυσύνθετο χαρακτήρα: ιστορικό, θρησκευτικό, κοινωνικό. Την αρχή τους τη βασίζουν στην ανάμνηση κάποιου γεγονότος τοπικής ή ευρύτερης ιστορικής αξίας. Τα μεγαλύτερα πανηγύρια που αποτελούν και πυρήνες των υπολοίπων είναι του Αη-Συμιού στο Μεσολόγγι και της Αγι’-Αγάθης στο Αιτωλικό."

Ζυγιά και Όργανα

Ζυγιά
Ζυγιά σημαίνει ζευγάρι, συγκρότημα 2 ή 3 οργάνων. Στη Νότια Αιτωλία αποτελείται από 2 ζουρνάδες και 1 ντα(β)ούλι. Οι αρματωμένοι και η Ζυγιά είναι άρρηκτα δεμένοι. Κάθε παρέα έχει την δική της Ζυγιά, όπως οι κλέφτικες ομάδες. Η Ζυγιά στην Δ. Ρούμελη διαφέρει από την Μωραΐτικη και την Καρπενησιώτικη γιατί οι πίπιζες και τα νταούλια είναι μικρότερα και οι ήχοι τους μαλακότεροι.

Ζουρνάς
Ταυτίζεται με τον αρχαίο αυλό τον οποίο μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, συναντούμαι από την εποχή του Ομήρου. Πριν την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830, ο ζουρνάς, σύμφωνα με τον συνθέτη Παύλο Καρρέρ, χαρακτηρίζονταν ως εθνική φλογέρα. Είναι όργανο τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι που κατασκευάζεται από ξύλο, το μήκος του οποίου φτάνει τα 20 εκατοστά και έχει σχήμα κωνικό. Την σημερινή μορφή του Ζουρνά έδωσαν τεχνίτες από την Πεντάλοφο (Παγουραίοι). Μίκρυναν το μήκος του Ζουρνά για να μπορούν να τον βάζουν στην τσέπη του σακακιού τους ή το ζωνάρι και να τον έχουν μαζί τους στις μετακινήσεις τους. Μικραίνοντας το Ζουρνά μίκρυναν και το μέγεθος του Νταουλιού για να ανταποκρίνεται ο ήχος του στον ήχο του Ζουρνά.

Νταούλι (νταβούλι)
Είναι ένα μικρό τύμπανο, το μήκος του κυμαίνεται στα 20 εκ. και η διάμετρος του κυλίνδρου του γύρω στα 25 εκ. Παλιότερα ο κύλινδρος κατασκευαζόταν από ξύλο (πλατάνου) ενώ σήμερα από πλαστικούς σωλήνες.
Οι 2 άκρες του κυλίνδρου ντύνονται με γιδία, από δέρμα δηλαδή στερεό και χονδρό για να αντέχει στα χτυπήματα. Οι 2 όψεις του κυλίνδρου δεν είναι ίδιες. Η μία, η πρόσοψη καλύπτεται με πιο χονδρό δέρμα (εδώ χτυπάει ο νταουλιέρης με το νταουλόξυλο για να δώσει δυνατό ήχο) η άλλη καλύπτεται με πιο λεπτό δέρμα, είναι η ανάποδη. Την ανάποδη χτυπά ο νταουλιέρης με την νταουλόβεργα για να δώσει λεπτούς ήχους.

Νταουλόξυλο: Χονδρό ξύλο μήκους 35 εκ. και πάχους 15 χιλ. Στην άκρη που χτυπά το Νταούλι έχει ένα μικρό στρογγυλό εξόγκωμα.

Νταουλόβεργα: Ψιλή, στρογγυλή βέργα από ξύλο αγριελιάς μήκους 30 εκ. και πάχους 3 χιλ.


--------------------------------------------------------------

Όταν λέμε Ζυγιά εννοούμε την ολιγομελή λαϊκή ορχήστρα που συντροφεύει κάθε παρέα αρματωμένων και καβαλαραίων στο πανηγύρι του Αη-Συμιού.

Αυτή μπήκε, νωρίς μάλιστα, στη μουσική ζωή του λαού και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα είχε, μόνο αυτή, το προνόμιο να παίζει στα πανηγύρια, στις γιορτές, στους γάμους, στα γλέντια και γενικά σε κάθε πλατύτερο ή στενότερο λαϊκό γλεντοκόπι.

Σ’ αυτής τους ήχους είχαν κλεισθεί οι σκοποί των δημοτικών τραγουδιών και η ψυχή του λαού της Ελλάδας.

Η λέξη Ζυγιά σημαίνει ζευγάρι, συγκρότημα δηλαδή από δύο το λιγότερο μουσικά όργανα. Έτσι ακούγοντας Ζυγιά πρέπει να εννοούμε ένα ολιγοπρόσωπο λαϊκό συγκρότημα από δύο καραμούζες ή πίπιζες ή ζουρνάδες και ένα τούμπανο ή νταούλι.

Στη λαογραφική παραγωγή της χώρας μας δεν είναι άγνωστη η Ζυγιά. Τα δημοτικά τραγούδια μας συχνά τη μνημονεύουν. Ένα αρχοντόπουλο κινάει για τους αρραβώνες του «με τετρακόσιους άρχοντες, μ’ εννιά ζυγιές παιγνίδια». Και ο λεβέντης του τραγουδιού της τάβλας, που τραβάει για τα πεθερικά του, διασχίζοντας καβαλάρης τους κάμπους σέρνει από κοντά του «νταούλια τριανταδυό, καλάμια (δηλαδή ζουρνάδες) εξηνταπέντε».

Υπάρχει επίσης ένα πλήθος παροιμιών που υποδηλώνουν τη Ζυγιά και τα όργανα της.
Έλεγε και λέει ακόμη και σήμερα ο λαός:

“Αγάπαε η Μάρω το χορό και βρήκε άντρα ζουρνατζή.
Αλάργα από τα τούμπανα κι ο γάμος έξοδα ’χει.
Δεω θα πάει στα κουφά το πανηγύρι (δηλ. θα ακουστεί ζυγιά).
Θέλει τέχνη τ’ άργανο.
Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εγώ κρυφό καμάρι
Σταμάτα το ζουρνά (δηλ. σταμάτα το κλάψιμο).
Τρείς λαλούν (οι παίχτες της ζυγιάς) και δυό χορεύουν.
Οι παροιμιακές αυτές εκφράσεις μαρτυρούν το πόσο η Ζυγιά και
η παράδοσή της ζούσε μέσα στην ψυχή του λαού.”

Γνωστή ήταν η Ζυγιά και στα χρόνια του Ξεσηκωμού.
Ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης αφηγείται πως ο Πάνος Κολοκοτρώνης, γυρίζοντας από την Κόρινθο, όπου είχε συντροφέψει το Δημ. Υψηλάντη σε μια σύντομη εκστρατεία του κατά της Βοστίτσας (Αιγίου) τα μέρη, μπήκε στην Τρίπολη, που μόλις είχε πέσει στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων συνοδευόμενος «μ’ έναν σωρό ζουρνάδες και τύμπανα έμπροσθεν και πλήθος χωρικών».

Ο αμίμητος για τις χοντροκοπιές της γλώσσας του Γεώργιος Καραϊσκάκης θέλοντας κάποτε να παραστήσει την ελαφρό¬τητα του αγωνιστή Νικ. Στορνάρη, που όλες τις υποθέσεις τις νόμιζε ευκολοκατόρθωτες και πανηγυρικά γινόμενες, του πέταξε κατά πρόσωπο τον παροιμιακό λόγο πως «ήθελε όλα τα πράγματα να έρχονται με το ζουρνά».

Στην πατρίδα μας δημιουργήθηκαν και για αρκετά χρόνια ζωογονούσαν τα λαϊκά μας πανηγύρια οι εξής Ζυγιές:
Η Μωραΐτικη με έδρα τα χωριά του Αιγίου και των Καλαβρύτων, η Αραχοβίτικη με έδρα την Αράχοβα και τη Λίβαδειά, η Καρπενησιώτικη με έδρα τα καρπενησοχώρια, τα Άγραφα, τα Κράβαρα και τη Λαμία και η Μεσολογγίτικη με κέντρο της στη Δυτική Ελλάδα το Μεσολόγγι.
Αποκλειστικοί εκπρόσωποι της Μεσολογγίτικης Ζυγιάς ήταν οι περιπλανόμενοι στην περιοχή σκηνίτες Τουρκόγυφτοι και κυρίως οι περίφημοι εκείνοι οργανοπαίχτες της Πενταλόφου (Ποδολοβίτσας).
Οι τρεις πρώτες Ζυγιές μοιάζουν ως προς τα όργανά τους.

Οι πίπιζες και τα τούμπανα είναι πολύ μεγάλα και επομένως οι ήχοι τους είναι παχύτεροι και μαλακότεροι. Έπειτα οι παίχτες τους βαρούν τους σκοπούς μ’ άλλο τρόπο, δηλαδή η παιχτική δεξιότητα των Γύφτων του Μοριά κι εκείνων του Καρπενησιού και της Αράχοβας είναι κάπως κατώτερη από εκείνη των Γύφτων του Μεσλογγίου.

Στο Μεσολόγγι ο ζουρνάς είναι μικρός, μόλις φτάνει τα 20 εκ., είναι πράγματι στριγγόλαλος, οξύφωνος με στριγγούς και μονότονους ήχους. Το παίξιμο είναι σωστό σκούξιμο, η φωνή του δυνατή και τσιριχτή. Το νταούλι είναι και αυτό μικρό διαμέτρου 25 εκ. και μήκους 30 εκ. και βγάζει ήχο τέτοιας οξύτητας, που ταιριάζει με τους ζουρνάδες. Όπως οι καραμούζες είναι γνωστές με τον όρο ψιλά ζουρνάδια του Μεσολογγίου, έτσι και το μεσολογγίτικο νταούλι το λένε τσοκάνι, μεταφορικά βέβαια από ένα είδος μικρού κουδουνιού από τα οξύτερα και τα διαπεραστικά σε ήχο. Είναι κι αυτό λοιπόν βροντερόηχο.

Τρία είναι τα μελωδικά όργανα της Ζυγιάς: Ο ζουρνάς α’, ο ζουρνάς β’ και το νταούλι.
Από τους δύο ζουρνάδες ο ένας, ο α’ παίζει το τραγούδι. Ο παίκτης του λέγεται μάστορας ή πριμαδόρος και είναι ο μαέστρος, ο αρχηγός της Ζυγιάς.

Ο ζουρνάς β’ κρατάει απλά το ίσο του τραγουδιού, το μπάσο, γι’ αυτό και λέγεται μπασαδόρος. Και οι δύο μαζί λέγονται ζουρνατζήδες.

Το νταούλι χτυπά το ρυθμό του τραγουδιού. Ο παίκτης λέγεται νταουλιέρης…
…Να επισημάνουμε ότι η Ζυγιά εκτός από τους χορούς και τα τραγούδια παίζει και οργανικές μελωδίες ελεύθερου ρυθμού.

Μία απ’ αυτές τις μελωδίες είναι η λεγόμενη «μπαντουνάδα» ή «πατινάδα» τ’ Αη-Συμιού την οποία παίζει η Ζυγιά στους δρόμους.

Η Ζυγιά, που ανήκει στην κατηγορία των εγχώριων λαϊκών οργάνων και της ντόπιας λαϊκής κατασκευής, με τους ίδιους παίχτες της και οργανοκατασκευαστές, χρόνο με το χρόνο πάει να καταντήσει μουσειακή.

Η σύγχρονη μουσική εξέλιξη έφερε το ζουρνά σε πόλεμο επιβίωσης με το κλαρίνο, όργανο που δεν ανήκει στη μουσική οργανολογία του τόπου μας.

Εξάλλου τα τόσο χαρακτηριστικά αυτά όργανα, ελάχιστοι τα παίζουν τώρα και ακόμα λιγότεροι ευχαριστιούνται μαζί τους και τα προτιμούν….
Απο το βιβλίο του Αρ. Καβάγια «Στο Πανηγύρι τ’ Αη-Συμιού – Με το νταούλι & με το Ζουρνά» 2005